- δυστήρητος
- δυστήρητος, ον,A hard to keep,
κάλλος Ps.-Phoc.217
;θηρίον Plu. Cleom.36
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάλλος Ps.-Phoc.217
;θηρίον Plu. Cleom.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυστήρητος — δυστήρητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα τηρείται … Dictionary of Greek
δυστήρητον — δυστήρητος hard to keep masc/fem acc sg δυστήρητος hard to keep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστήρητα — δυστήρητος hard to keep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)